φανερόγαμα

φανερόγαμα
Ομάδα που περιλαμβάνει τα πιο εξελιγμένα φυτά, τα λεγόμενα «ανώτερα φυτά». Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Λινναίο, σε αντιδιαστολή με τον όρο κρυπτόγαμα, που χαρακτηρίζει μια δεύτερη μεγάλη ομάδα φυτών· στις δύο αυτές ομάδες κατέτασσε ο Λινναίος τα φυτικά είδη. Φ. είναι τα φυτά που έχουν ρίζες, βλαστούς και φύλλα (κορμόφυτα) και παράγουν άνθη. Εξαιτίας της παρουσίας των ανθών, που τα χαρακτηρίζει, ονομάζονται και ανθόφυτα. Άλλο κοινό χαρακτηριστικό στα φυτά αυτά είναι ότι αναπαράγονται με ένα έμβρυο, που περιέχεται στο σπέρμα· το έμβρυο είναι κατά τέτοιον τρόπο διαμορφωμένο, ώστε αποτελεί ένα υποτυπώδες φυτάριο, ήδη διαφοροποιημένο, ώστε να φέρει τις καταβολές των τριών βασικών μερών του φυτού (ρίζα, βλαστός, φύλλα). Γι’ αυτό, στην πιο πρόσφατη κατάταξη του Ένγκλερ, τα φ. χαρακτηρίζονται ως εμβρυόφυτα (φυτά με έμβρυο). Άλλος όρος που αναφέρεται στη φυτική αυτή ομάδα είναι: σιφωνόγαμα, επειδή από τον κόκκο της γύρης (αρσενικός γαμέτης) αναπτύσσεται μια σωληνοειδής προβολή που εισχωρεί στην ωοθήκη του άνθους· εκτός απ’ αυτό, τα φ. χαρακτηρίζονται και ως σπερματόφυτα, επειδή ωριμάζουν καρπούς που περιέχουν σπέρματα. Στα φ. ανήκουν φυτά που έχουν γενικά χλωροφύλλη (εξαίρεση αποτελούν μερικά παράσιτα που δεν είναι πράσινα)· περιλαμβάνουν πολυάριθμα είδη, διάσπαρτα σε όλες τις ηπείρους και σε όλα τα γεωγραφικά πλάτη. Είναι, κατά το μεγαλύτερο ποσοστό, φυτά επίγεια, από τις απλές πόες των λιβαδιών έως τα ψηλά δέντρα που σχηματίζουν τα δάση. Στα φ. υπάγονται ακόμα και υδροχαρή είδη, μεταξύ των οποίων διακρίνονται μερικά που επιπλέουν στο νερό και έχουν μόνο τη ρίζα βυθισμένη, αλλά που είναι ριζωμένα στον πυθμένα και μόνο τα άνθη και μέρος των φύλλων βγαίνουν στην επιφάνεια· και, τέλος, άλλα τελείως υποβρύχια. Μεταξύ των τελευταίων υπάρχουν μερικά σπάνια θαλάσσια φυτά, τα οποία δεν πρέπει να συγχέονται με τα φύκη που δεν είναι φανερόγαμα. Τα φ. υποδιαιρούνται σε δύο μεγάλα αθροίσματα: τα αγγειόσπερμα και τα γυμνόσπερμα. Τα φανερόγαμα, στα οποία ανήκουν τα πιο εξελιγμένα φυτικά είδη, από απλές πόες ως μεγάλα δασικά δέντρα, αναπαράγονται και διαδίνονται με σπέρματα. Εδώ, νεαροί κώνοι πικέας της υψικάρηνης. Τα φανερόγαμα είναι διαδομένα σε όλες τις ηπείρους. Στη φωτογραφία ένα δικοτυλήδονο αγγειόσπερμο, η τριανταφυλλιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βεννετιτικά — Φανερόγαμα γυμνόσπερμα απολιθώματα φυτών. Φύτρωναν κατά τη διάρκεια ολόκληρου του μεσοζωικού, έφτασαν στο μέγιστο της διάδοσης κατά την ιουράσιο περίοδο και εξαφανίστηκαν κατά την κρητιδική περίοδο (ένας από τους τελευταίους αντιπροσώπους είναι… …   Dictionary of Greek

  • κρυπτόγαμα — Όρος που αποδίδεται σε φυτά που αναπαράγονται με σπόρια και όχι με σπέρματα. Ο όρος εμφανίστηκε κατά τον 19ο αι., για να χαρακτηρίσει φυτά των οποίων τα όργανα αναπαραγωγής δεν ήταν εμφανή, σε αντίθεση με τα φυτά που παράγουν σπέρματα, όπου η… …   Dictionary of Greek

  • Άλγη — Φυτά κρυπτόγαμα που ανήκουν στην τάξη των θαλλοφύτων και έχουν μονοκυτταρική σύσταση. Ζουν σε γλυκά ή αλμυρά νερά και φέρουν συνήθως χλωροφύλλη που τα διαφοροποιεί από τους μύκητες. Στα ά. είναι δυνατόν να ενταχθούν και ορισμένοι τύποι φυτών που… …   Dictionary of Greek

  • άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

  • ακρογαμία — η Βοτ. ένας τρόπος γονιμοποιήσεως σε φανερόγαμα φυτά, δηλαδή στα ανώτερα ανθοφόρα φυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < ακρο (Ι) + γαμία < γάμος, πρβλ. αγγλ. acrogamy] …   Dictionary of Greek

  • ανθός — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

  • κορμόφυτα — Συστηματικό άθροισμα, που περιλαμβάνει τα ανώτερα φυτά των οποίων το φυτικό σώμα συγκροτείται από γνήσιους ιστούς και ονομάζεται κορμός (βλ. λ.). Ο κορμός αποτελείται από διαφοροποιημένα μέρη: τη ρίζα (ή ριζικό σύστημα), τον βλαστό και τα φύλλα.… …   Dictionary of Greek

  • παρασιτισμός — Είδος συμβίωσης μεταξύ ενός φυτικού ή ζωικού οργανισμού, ο οποίος λέγεται παράσιτο, και ενός άλλου, του ξενιστή, από τον οποίο ο πρώτος αντλεί τουλάχιστον ένα μέρος από τις θρεπτικές ουσίες που του είναι αναγκαίες για να ζει. Ωστόσο, η συμβίωση… …   Dictionary of Greek

  • σειρηνοειδή — (και σεφηνίδες). Τάξη θηλαστικών, ιδιαίτερα προσαρμοσμένων στην υδρόβια ζωή, που είναι συγκεντρωμένα στις δυο οικογένειες των Ντουγκονγκιδών και των Τριχεχιδών. Τα σ. έχουν σώμα ατρακτοειδές στο πίσω τμήμα· το κεφάλι είναι μεγάλο και ελάχιστα… …   Dictionary of Greek

  • σπερματόφυτα — Φυτά στα οποία το γονιμοποιημένο ωάριο (σπερμοβλάστης) μετατρέπεται σε σπόρο. Αντιστοιχούν προς τα λεγόμενα φανερόγαμα ή ανθόφυτα (γυμνόσπερμα και αγγειόσπερμα) που αναπαράγονται με σπέρματα, σε αντίθεση με τα σποριόφυτα (θαλλόφυτα, βρυόφυτα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”